- προγεύεσθαι
- προγεύωgive a foretaste ofpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγεύομαι — ΝΜΑ 1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως 2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῡ μέλλοντος ἀγαθοῡ», Φίλ.) νεοελλ. γευματίζω («ο προγεμένος τού νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.) μσν.… … Dictionary of Greek